Κου Kάι-τσιν — (Ku K’ai chih, 4ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του υπάρχουν μεταξύ των ετών 345 405. Ήταν ποιητής, ενεργός ταοϊστής και θεωρητικός της τέχνης, διάσημος στην εποχή του για τις προσωπογραφίες συγχρόνων του και… … Dictionary of Greek
Stephanos Sahlikis — or Sachlikis (Στέφανος Σαχλίκης), (1330 after 1391) was a Cretan from Handax (Irakleio) lawyer and poet who wrote satyrical poems in vernacular Greek.His poems are written in political verse. He spend his money and did time in jail, but he always … Wikipedia
Adamántios Koraïs — Αδαμάντιος Κοραής Adamántios Koraïs Nom de naissance Ἀδαμάντιος Κοραῆς Autres noms Adamance Coray … Wikipédia en Français
ZELOTAE, a ZELO dicti sunt — His in veter. Hebraeorum Republ. ius erat, pro atrocitate in Numen Sanctissimum Populique sanctiora facinoris, peccantem, citra figuram iudicii, nedum in ius vocationem, statim obruere et morte mulctare. Misna, Qui sacrilegium commiserat (ex… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ακανονάρχητος — η, ο και ακαλανάρχητος, η, ο [κανοναρχώ] 1. (τροπάριο) που ψάλλεται χωρίς κανονάρχημα* 2. μτφ. εκείνος που δεν τού δίνουν μονότονες και ενοχλητικές παραινέσεις 3. μτφ. όποιος λέει κάτι χωρίς να τού τό υπαγορεύουν άλλοι … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
θεμός — θεμός, ό (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θεμούς διαθέσεις, παραινέσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θε που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dhē «τοποθετώ», στην οποία ανάγεται το ρ. τί θη μι (πρβλ. παθ. αόρ. β ε θέ μην), κατά τα εις μός… … Dictionary of Greek
παραγγελματικός — ή, όν, Α [παράγγελμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα. επίρρ... παραγγελματικῶς Α με νουθεσίες, με παραινέσεις … Dictionary of Greek
παραγγολή — η 1. παραγγελία 2. (ειδικά) παραγγελία επιθυμία που περιέχεται σε διαθήκη ή που διατυπώνεται προφορικά από άτομο που πεθαίνει («ν αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου», δημοτ. τραγ.) 3. στον πληθ. οι παραγγολές παραινέσεις, συστάσεις.… … Dictionary of Greek